- Λαχώρη
- (Lahore). Πόλη (5.143.495 κάτ. το 1998) του Πακιστάν, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας του Παντζάμπ (205.344 τ. χλμ., 73.621.190 κάτ.). Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Ράβι, σε απόσταση 265 χλμ. Ν-ΝΑ από το Ισλαμαμπάντ. Η μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών, που προκλήθηκε από τη μετανάστευση των Ινδών μουσουλμάνων, επιτάχυνε την εκβιομηχάνιση της πόλης και των περιχώρων της και την κατέστησε μία από τις σημαντικότερες βιομηχανικές πόλεις του Πακιστάν. Διαθέτει χαλυβουργεία, εργαστήρια σιδηροδρομικού υλικού, εργοστάσια αγροτικών μηχανών, χειρουργικών εργαλείων και ηλεκτρικών συσκευών, καπνεργοστάσια και βιομηχανίες υφασμάτων, χαλιών, χημικών προϊόντων και υποδημάτων. Αποτελεί ένα από τα κύρια πανεπιστημιακά κέντρα του Πακιστάν (από το 1882) και είναι κέντρο ατομικών ερευνών.
Στην παλιά οχυρωμένη πόλη με τους στενούς και ελικοειδείς δρόμους, τεχνίτες κατασκευάζουν κατά τις παλιότερες παραδόσεις χρυσοποίκιλτα υφάσματα, χρυσά ή ασημένια κοσμήματα και όπλα, ενώ μακριά από το αρχικό κέντρο εκτείνονται απέραντες συνοικίες, όπου έχουν ανεγερθεί σύγχρονες κατοικίες και είναι εγκατεστημένες οι διοικητικές αρχές και τα εμπορικά καταστήματα. Κοντά στο παλιό μουσουλμανικό και ινδικό κέντρο, τα οποία περιβάλλονται από τα τείχη του Άκμπαρ, δημιουργήθηκε κατά την αγγλική περίοδο κατοχής μια νέα ευρωπαϊκή συνοικία (η Nτόναλντ Tάουν) με μπανγκαλόου και εντυπωσιακές πολυκατοικίες, γύρω από τις οποίες αναπτύχθηκε το μοντέρνο τμήμα της πόλης.
Η Λ. έχει μια σπουδαία καλλιτεχνική κληρονομιά: το φρούριο στη βορειοδυτική γωνιά του τείχους, το Xουμπάγκ, ένα κιόσκι από μάρμαρο με αψίδες που είναι στολισμένες με πολύτιμες πέτρες, το μαυσωλείο του Τζαχανγκίρ, το τέμενος Μπαντσάχι που οικοδομήθηκε από τον Αουρανγκτζέμπ, το μαυσωλείο του Ρανζίτ Σινγχ και το τέμενος των Μαργαριταριών, τη Mότε Mαζίντ και τη σάλα με τους καθρέπτες, τα τζαμιά του Bαζίρ Xαν, του Nτάι Άνγκα και του Zακαρία Xαν με τους φημισμένους κήπους του Σαλιμάρ κ.ά.
Ιστορία. Η Λ. υπήρξε παλιά πρωτεύουσα της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας της Ινδίας. Ιδρύθηκε γύρω στον 1o ή 2o αι. μ.Χ. και γνώρισε μεγάλη πρόοδο κατά τον 11ο και τον 12ο αι., όταν οι Γαζναβίδες και οι Γουρίδες την έκαναν πρωτεύουσά τους μετά την κατάκτηση των Ινδιών. Καταστράφηκε το 1214 από τον Tζένγκις Xαν, αλλά γρήγορα ανοικοδομήθηκε και άρχισε να αναπτύσσεται υπό την κυριαρχία των Μογγόλων (16ος−18ος αι.), οι οποίοι τη στόλισαν με θαυμάσια μνημεία. Ο αυτοκράτορας Άκμπαρ (1556-1605) ύψωσε γύρω της τείχη –που ανοικοδομήθηκαν το 1812 και ίχνη τους διατηρούνται μέχρι σήμερα– και την κατέστησε αξιόλογο πνευματικό καταφύγιο φιλοσόφων και λογοτεχνών. Στη βορειοδυτική πλευρά των τειχών ανεγέρθηκε η ακρόπολη της πόλης, η πρώτη οικοδόμηση της οποίας ανάγεται επίσης στην εποχή του Άκμπαρ και του γιου του, Τζαχανγκίρ. Ξεχωρίζουν η ανατολική πύλη, η αίθουσα του θρόνου και η Πύλη των Ελεφάντων, που άρχισε να χτίζεται επί Τζαχανγκίρ και τελείωσε επί του σάχη Τζαχάν (1628-58). Η πόλη κατακτήθηκε από τους Πέρσες του σάχη Nαντίρ και από τους Aφγανούς του σάχη Aχμέτ Nτουράνι (18ος αι.). Tο 1768 κυριεύθηκε από τους Σιχ και βρισκόταν σε ερειπωμένη κατάσταση (οπότε και αναδείχτηκε το Δελχί), όμως επανέκτησε τη δύναμη και τη φήμη της όταν η επαρχία Παντζάμπ κατακτήθηκε από τους Άγγλους (1849). Το 1974 σχηματίστηκε εκεί μία πανισλαμική ένωση εξαιρετικής σημασίας για τα πετρελαϊκά ζητήματα.
Είσοδος σε οικοδομή ισλαμικού ρυθμού που βρίσκεται στο κέντρο της Λαχώρης.
Dictionary of Greek. 2013.